ατλαζένιος

ατλαζένιος
-α, -ο και ατλαζωτός, -ή, -ό
ο κατασκευασμένος από ατλάζι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ατλαζένιος, -ια, -ιο — αυτός που είναι από ατλάζι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”